- χιλίανδρος
- -ον, ΜΑ(για πλήθος ή για πόλη) αυτός που αποτελείται από χίλιους άνδρες ή κατοίκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)-* + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μυρί-ανδρος, τρί-ανδρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιλίανδρον — χῑλίανδρον , χῑλίανδρος containing a thousand men masc/fem acc sg χῑλίανδρον , χῑλίανδρος containing a thousand men neut nom/voc/acc sg χιλίανδρος containing a thousand men masc/fem acc sg χιλίανδρος containing a thousand men neut nom/voc/acc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… … Dictionary of Greek
χιλιανδρία — ἡ, Μ [χιλίανδρος] αριθμός χιλίων ανδρών … Dictionary of Greek
χιλιάνδρῳ — χῑλιάνδρῳ , χῑλίανδρος containing a thousand men masc/fem/neut dat sg χιλίανδρος containing a thousand men masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)